- μνημίσκομαι
- μνημίσκομαι (Α)μιμνήσκομαι*.[ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμη + θαμιστικό επίθημα -ίσκομαι (πρβλ. δειδ-ίσκομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναμνημίσκεται — ἀνά μνημίσκομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)